αμάλλιαγος

αμάλλιαγος
-η, -ο
βλ. αμάλλιαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμάλλιαστος, -η — ο και αμάλλιαγος, η, ο αυτός που δεν έχει βγάλει μαλλιά (για πουλιά, πούπουλα), ο ανήλικος: Ήταν ακόμη παιδί αμάλλιαστο κι άπραγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”